- περιχέεται
- περιχέωpourpres ind mp 3rd sg (epic ionic)περιχέωpourpres ind mp 3rd sg (epic ionic)περιχέωpouraor subj mid 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπερίχυτος — εὐπερίχυτος, ον (Α) 1. αυτός που περιχέεται εύκολα 2. (κατ επέκταση) αυτός που εξαπλώνεται, που διαδίδεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι χέω] … Dictionary of Greek